- λίβας
- ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας)πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.)νεοελλ.πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία προέρχεταιαρχ.1. ο νότος («πρὸς βορρᾱν καὶ λίβα καὶ ἀνατολὰς καὶ θάλασσαν», ΠΔ)2. η δύση ή η δυτική πλευρά (α. «λιμένα τῆς Κρήτης βλέποντα κατὰ λίβα καὶ κατὰ χῶρον», ΚΔβ. «κατηύθυνεν αὐτὰ κάτω πρὸς λίβα τῆς πόλεως Δαυΐδ», ΠΔ)3. φρ. α) «πρωινὸς λίψ», «μεσημβρινὸς λίψ», «ὀψινὸς λίψ» — θέση αστέρα προς δυσμάς τού ορίζοντα, κατά την ανατολή, μεσημβρία και δύσηβ) «λιβὸς εἰς ἀπηλιώτην» ή «λίβα εἰς ἀπηλιώτην» — από τα δυτικά προς τα ανατολικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα λιβ- τής ρίζας λειβ- τού λείβω*].
Dictionary of Greek. 2013.